κνώδων — κνώδων, οντος, ὁ (Α) 1. (κυρίως στον πληθ.) οί κνώδοντες καθεμιά από τις δύο οδοντοειδείς προεξοχές τής αιχμής τού δόρατος («τὰ δὲ προβόλια, πρῶτον μὲν λόγχας ἔχοντα, κατά δὲ μέσον τὸν καυλὸν κνώδοντας», Ξεν.) 2. το ξίφος («πῶς σ ἀποσπάσω πικροῦ… … Dictionary of Greek
μνώμαι — μνώμαι, άομαι (Α) 1. σκέπτομαι κάτι, συλλογίζομαι κάποιον («μνώοντ ὀλοοῑο φόβοιο», Ομ. Ιλ.) 2. στρέφω την προσοχή μου σε κάτι («οἱ δ ἄλλοι φύγαδε μνώοντο ἕκαστος;», Ομ. Ιλ.) 3. επιδιώκω να κερδίσω την αγάπη γυναίκας 4. ζητώ γυναίκα σε γάμο 5.… … Dictionary of Greek
ξεψαχνίζω — 1. διαλέγω το ψαχνό, αφαιρώ από το κόκαλο το ψαχνό και τό τρώω 2. μτφ. α) εξετάζω κάτι λεπτομερώς, λεπτολογώ β) προσπαθώ να αποσπάσω μυστικά από κάποιον με επιτήδειο τρόπο, βολιδοσκοπώ γ) εξαντλώ κάποιον οικονομικά αποσπώντας του χρήματα. [ΕΤΥΜΟΛ … Dictionary of Greek
πιπερώνω — Ν [πιπέρι] 1. ρίχνω ή αναμιγνύω σε φαγητό πιπέρι, αρτύω, καρυκεύω έδεσμα με πιπέρι, πιπερίζω 2. μτφ. παρεμβαίνω σε συζήτηση και προσθέτω κάτι που δεν είναι αληθινό, για να αποσπάσω την προσοχή … Dictionary of Greek
προσαποβιάζομαι — Α προσπαθώ να αποσπάσω ακόμη περισσότερα. [ΕΤΥΜΟΛ. < προσ * + ἀποβιάζομαι «σπρώχνω, ωθώ, πιέζω προς τα πίσω»] … Dictionary of Greek
σαρκάζω — ΝΜΑ, και αιολ. τ. συρκίζω Α μιλώ ειρωνικά, χλευάζω κάποιον με κακή διάθεση, σκώπτω, περιπαίζω κάποιον αρχ. 1. σχίζω εντελώς την σάρκα με τα δόντια μου όπως τα σκυλιά («ἔλκουσιν δ ὅμως γλισχρότατα σαρκάζοντες ὥσπερ κυνίδια», Αριστοφ.) 2. (για ζώα… … Dictionary of Greek
σκανδαλίζω — ΝΜΑ, και σκανταλίζω Ν [σκάνδαλον / σκάνταλο] βάζω κάποιον σε πειρασμό, διεγείρω σε κάποιον την επιθυμία για κακές ή πονηρές και, κυρίως, για ερωτικές σκέψεις (εἰ δὲ ὁ ὀφθαλμός σου... σκανδαλίζει σε, ἔξελε αὐτόν», ΚΔ) νεοελλ. 1. προκαλώ την… … Dictionary of Greek
ψαρεύω — Ν [ψάρι (Ι)] 1. ασχολούμαι, επαγγελματικά ή ερασιτεχνικά, με την αλιεία, με το ψάρεμα 2. ανασύρω κάτι από τον βυθό («ψάρεψαν τυχαία έναν αρχαίο αμφορέα») 3. μτφ. ανιχνεύω τις σκέψεις ή τις προθέσεις κάποιου με έντεχνο τρόπο ή επιχειρώ να αποσπάσω … Dictionary of Greek
εκμαιεύω — εκμαίεψα, εκμαιεύτηκα, μτβ., κατορθώνω με πλάγια μέσα να αποσπάσω μυστικό, ομολογία, υπόσχεση κτλ.: Οι αστυνομικοί εκμαιεύουν την αλήθεια από τους κακοποιούς … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)